τροχίσκων

τροχίσκων
τρόχισκος
small wheel
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλληλογραφικός — ή, ό [παραλληλογράφος] φρ. «παραλληλογραφικός κανόνας» μαθημ. όργανο που αποτελείται από σύστημα τροχίσκων που τού επιτρέπει την παράλληλη μετατόπιση και το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη παράλληλων ευθειών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”